- σχοινιοστρόφος
- σχοινιο-στρόφος, (1) Stricke drehend; (2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχοινιοστρόφος — rope maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινιοστρόφος — και σχοινοστρόφος, ὁ, Α 1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος 2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού 3. (κατ επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό 4. το φυτό κάναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + στροφος (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
σχοινιοστρόφου — σχοινιοστρόφος rope maker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοστρόφος — ον, Α βλ. σχοινιοστρόφος … Dictionary of Greek
ՉՈՒԱՆԱՄԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0580 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχοινοστρόφος, σχοινιοστρόφος funemcontorquens, restio. Մանօղ զչուան. չըվան շինօղ՝ սլըրօղ. ... *Վասն չուանամանաց եւ պղնձագործաց եւ վասն այլոց գռեհիկ մարդկան. Ոսկ. մ. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)